εὐδιασκέδαστος

εὐδιασκέδαστος
εὐδιασκέδαστος
easily spread
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ευδιασκέδαστος — εὐδιασκέδαστος, ον (Α) 1. (για έμπλαστρο) αυτός που απλώνεται, που στρώνει εύκολα 2. αυτός που διασκορπίζεται εύκολα («εὐδιασκέδαστος ἡδονή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διασκεδάζω] …   Dictionary of Greek

  • εὐδιασκέδαστον — εὐδιασκέδαστος easily spread masc/fem acc sg εὐδιασκέδαστος easily spread neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιασκεδάστου — εὐδιασκέδαστος easily spread masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”